Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’

Στίχ. 1-9. Ο χριστιανικός γάμος.


Περί δε ων εγράψατέ μοι, καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι
2 διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω, και εκάστη τον ίδιον άνδρα εχέτω.
3 τη γυναικί ο ανήρ την οφειλομένην εύνοιαν αποδιδότω, ομοίως δε και η γυνή τω ανδρί.
4 η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ ο ανήρ ομοίως δε και ο ανήρ του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ η γυνή.
5 μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς διά την ακρασίαν υμών.
6 τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επιταγήν.
7 θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως.
8 Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ.
9 ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι. 



Στίχ. 10-24. Ο γάμος αδιάλυτος. 

10 τοις δε γεγαμηκόσι παραγγέλλω, ουκ εγώ, αλλ’ ο Κύριος, γυναίκα από ανδρός μη χωρισθήναι
11 εάν δε και χωρισθή, μενέτω άγαμος ή τω ανδρί καταλλαγήτω και άνδρα γυναίκα μη αφιέναι.
12 τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύριος ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν
13 και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν.
14 ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστι, νυν δε άγιά εστιν.
15 ει δε ο άπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. ου δεδούλωται ο αδελφός ή η αδελφή εν τοις τοιούτοις. εν δε ειρήνη κέκληκεν ημάς ο Θεός.
16 τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις; ή τι οίδας, άνερ, ει την γυναίκα σώσεις;
17 ει μη εκάστω ως εμέρισεν ο Θεός, έκαστον ως κέκληκεν ο Κύριος, ούτω περιπατείτω. και ούτως εν ταις εκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι.
18 περιτετμημένος τις εκλήθη; μη επισπάσθω. εν ακροβυστία τις εκλήθη; μη περιτεμνέσθω.
19 η περιτομή ουδέν εστι, και η ακροβυστία ουδέν εστιν, αλλά τήρησις εντολών Θεού.
20 έκαστος εν τη κλήσει ή εκλήθη, εν ταύτη μενέτω.
21 δούλος εκλήθης; Μη σοι μελέτω αλλ’ ει και δύνασαι ελεύθερος γενέσθαι, μάλλον χρήσαι.
22 ο γαρ εν Κυρίω κληθείς δούλος απελεύθερος Κυρίου εστίν ομοίως και ο ελεύθερος κληθείς δούλος εστι Χριστού.
23 τιμής ηγοράσθητε μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.
24 έκαστος εν ω εκλήθη, αδελφοί, εν τούτω μενέτω παρά τω Θεώ. 



Στίχ. 25-40. Η υπεροχή της παρθενίας.

25 Περί δε των παρθένων επιταγήν Κυρίου ουκ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυρίου πιστός είναι.
26 νομίζω ουν τούτο καλόν υπάρχειν διά την ενεστώσαν ανάγκην, ότι καλόν ανθρώπω το ούτως είναι.
27 δέδεσαι γυναικί; μη ζήτει λύσιν λέλυσαι από γυναικός; μη ζήτει γυναίκα
28 εάν δε και γήμης, ουχ ήμαρτες και εάν γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε θλίψιν δε τη σαρκί έξουσιν οι τοιούτοι εγώ δε υμών φείδομαι.
29 τούτο δε φημι, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστιν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι,
30 και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες,
31 και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου.
32 θέλω δε υμάς αμερίμνους είναι. ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω
33 ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τη γυναικί.
34 μεμέρισται και η γυνή και η παρθένος. η άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, ίνα η αγία και σώματι και πνεύματι η δε γαμήσασα μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τω ανδρί.
35 τούτο δε προς το υμών αυτών συμφέρον λέγω, ουχ ίνα βρόχον υμίν επιβάλω, αλλά προς το εύσχημον και ευπάρεδρον τω Κυρίω απερισπάστως.
36 Ει δε τις ασχημονείν επί την παρθένον αυτού νομίζει, εάν η υπέρακμος, και ούτως οφείλει γίνεσθαι, ο θέλει ποιείτω ουχ αμαρτάνει γαμείτωσαν.
37 ος δε έστηκεν εδραίος εν τη καρδία, μη έχων ανάγκην, εξουσίαν δε έχει περί του ιδίου θελήματος, και τούτο κέκρικεν εν τη καρδία αυτού, του τηρείν την εαυτού παρθένον, καλώς ποιεί.
38 ώστε και ο εκγαμίζων καλώς ποιεί, ο δε μη εκγαμίζων κρείσσον ποιεί.
39 Γυνή δέδεται νόμω εφ’ όσον χρόνον ζη ο ανήρ αυτής εάν δε κοιμηθή ο ανήρ αυτής, ελευθέρα εστίν ω θέλει γαμηθήναι, μόνον εν Κυρίω.
40 μακαριωτέρα δε εστιν εάν ούτω μείνη, κατά την εμήν γνώμην δοκώ δε καγώ Πνεύμα Θεού έχειν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.