Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ 

Στίχ. 1-4. Αι θλίψεις μας ωφελούν πνευματικώς. 

Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος, ταις δώδεκα φυλαίς ταις εν τη διασπορά χαίρειν. 
2 Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, 
3 γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν 
4 η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι. 

Στίχ. 5-8. Αίτησις σοφίας παρά Θεού. 

5 Ει δε τις υμών λείπεται σοφίας, αιτείνω παρά του διδόντος Θεού πάσιν απλώς και ουκ ονειδίζοντος, και δοθήσεται αυτώ 
6 αιτείνω δε εν πίστει, μηδέν διακρινόμενος ο γαρ διακρινόμενος έοικε κλύδωνι θαλάσσης ανεμιζομένω και ριπιζομένω. 
7 μη γαρ οιέσθω ο άνθρωπος εκείνος ότι λήψεταί τι παρά του Κυρίου. 
8 ανήρ δίψυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού. 

Στίχ. 9-11. Η πτωχεία δεν είναι κακόν και ο πλούτος δεν είναι πλεονέκτημα. 

9 καυχάσθω δε ο αδελφός ο ταπεινός εν τω ύψει αυτού, 
10 ο δε πλούσιος εν τη ταπεινώσει αυτού, ότι ως άνθος χόρτου παρελεύσεται. 
11 ανέτειλε γαρ ο ήλιος συν τω καύσωνι και εξήρανε τον χόρτον, και το άνθος αυτού εξέπεσε, και η ευπρέπεια του προσώπου αυτού απώλετο. ούτω και ο πλούσιος εν ταις πορείαις αυτού μαρανθήσεται. 

Στίχ. 12. Η υπομονή θα ανταμειφθή. 

12 Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν ότι δόκιμος γενόμενος λήψεται τον στέφανον της ζωής, ον επηγγείλατο ο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν. 

Στίχ. 13-18. Ο Θεός είναι η πηγή των τελείων δωρημάτων. 

13 Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα. 
14 έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος 
15 είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία απολεσθείσα αποκύει θάνατον. 
16 Μη πλανάσθε, αδελφοί μου αγαπητοί 
17 πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον ένωθέν εστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων, παρ' ω ουκ ένι παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα. 
18 βουληθείς απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας εις το είναι ημάς απαρχήν τινα των αυτού κτισμάτων. 

Στίχ. 19-27. Πρέπει να εφαρμόζωμεν τον θείον λόγον. 

19 Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, έστω πας άνθρωπος ταχύς εις το ακούσαι, βραδύς εις το λαλήσαι, βραδύς εις οργήν 
20 οργή γαρ ανδρός δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται. 
21 διό αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας εν πραΰτητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών. 
22 Γίνεσθε δε ποιηταί λόγου και μη μόνον ακροαταί, παραλογιζόμενοι εαυτούς. 
23 ότι ει τις ακροατής λόγου εστί και ου ποιητής, ούτος έοικεν ανδρί κατανοούντι το πρόσωπον της γενέσεως αυτού εν εσόπτρω 
24 κατενόησε γαρ εαυτόν και απελήλυθε, και ευθέως επελάθετο οποίος ην. 
25 ο δε παρακύψας εις νόμον τέλειον τον της ελευθερίας και παραμείνας, ούτος ουκ ακροατής επιλησμονής γενόμενος, αλλά ποιητής έργου, ούτος μακάριος εν τη ποιήσει αυτού έσται. 
26 Ει τις δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μη χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλ' απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία. 
27 θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.