Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Αγία Σοφία

Οι εργασίες του ναού, ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου 532 και τελείωσαν στις 27 Δεκεμβρίου 537 (δηλαδή, 5 χρόνια, 10 μήνες και 4 ημέρες , οπότε και έγιναν τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας. Για το χτίσιμο εργάστηκαν 10.000 εργάτες και τεχνίτες, ενώ ο ίδιος ο Ιουστινιανός επέβλεπε την πορεία των εργασιών και το συνολικά κόστος για το χτίσιμο, έφτασε τα 360 εκατομμύρια χρυσές δραχμές.
«Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντι με τοιούτον έργο επιτελέσας. Νεκίκηκά σε, Σολομών!» αναφώνησε –κατά την παράδοση– με ασυγκράτητο ενθουσιασμό ο Ιουστινιανός όταν πρωτοαντίκρυσε το επιβλητικό εσωτερικό με το άπλετο φωτισμό. Από τα 100 παράθυρα και τα 1.000 καντήλια το φως ν' αντανακλά στους 107 κίονες από λευκά και πολύχρωμα μάρμαρα με εξαιρετικά κιόκρανα. Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν το ναό επίγειο ουρανό ή δεύτερο στερέωμα «αγγέλων την των χειρών του Θεού ποίησιν».
Η Αγία Σοφία είναι ορθογώνιο οικοδόμημα 78,16 μέτρων μήκους και 71,82 πλάτους. Ο τρούλος, σε ύψος 54 μέτρων, γεννά το αίσθημα ότι αιωρείται. Στηρίζεται πάνω σε τέσσερις πεσσούς που σχηματίζουν τετράγωνο και συνδέονται μεταξύ τους με τόξα. Η διάμετρός του είναι 31 μέτρα και έχει στη βάση του 40 παράθυρα. Οι πεσσοί κρύβονται πίσω από δύο κιονοστοιχίες που χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη, με αποτέλεσμα να φαίνονται μόνο τα γιγάντια τόξα.
Ο γυναικωνίτης βρίσκετε στον δεύτερο όροφο του ναού. Ο εσωνάρθηκας με το κύριο μέρος του ναού επικοινωνεί με 9 πύλες, απ' αυτές οι τρεις μεσαίες ονομάζονται βασιλικές, ενώ η μεσαία είναι πιο πλατειά και πιο ψηλή. Μπροστά στον εξωνάρθηκα υπήρχε μία μεγάλη αυλή, εκεί βρισκόταν η φιάλη του εξαγνισμού μια καρκινική (= φράση που διαβάζεται και αντίστροφα) επιγραφή που έγραφε: «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ». Δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα.

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Παναγία, Δέσποινά μου Θεοτόκε, η μόνη καθαρωτάτη ψυχή τε καί σώματι, η μόνη κατοικητήριον όλη γενομένη τής όλης χάριτος τού Παναγίου Πνεύματος, καντεύθεν καί αυτάς τάς αϋλους καί αγγελικάς Δυνάμεις ασυγκρίτως υπερβάσα τή καθαρότητι καί τώ αγιασμώ τής ψυχής καί τού σώματος. Έπιδε επ' εμέ τόν εναγή καί ακάθαρτον καί ρερυπωμένον καί ψυχήν καί σώμα τώ μολυσμώ τής εμπαθούς καί ενηδόνου ζωής μου. Κάθαρόν μου τήν εμπαθή διάνοιαν καί άγνισον διόρθωσόν μου τούς πεπλανημένους καί τετυφλωμένους λογισμούς ρύθμισον καί παιδαγώγησόν μου τάς αισθήσεις, ελευθέρωσόν με τής τυραννούσης κακίας καί αισχράς συνηθείας τών ακαθάρτων προλήψεων καί παθών. Στήσόν μου πάσαν τήν κατ' ενέργειαν αμαρτίαν, καί δώρησαί μοι νήψιν καί διάκρισιν τώ εσκοτισμένω καί ταλαιπώρω νοϊ πρός διόρθωσιν τών οικείων σφαλμάτων τε καί πτωμάτων, ίνα τού σκότους τής αμαρτίας απαλλαγείς, καταξιωθώ δοξάζειν καί ανυμνείν εν παρρησία, Σέ τήν μόνην αληθινήν Μητέρα τού αληθινού φωτός, Χριστού τού Θεού ημών. Ότι μόνη σύν Αυτώ καί δι' Αυτού ευλογημένη καί δεδοξασμένη υπάρχεις υπό πάσης τής αοράτου καί ορατής κτίσεως, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΑ 7 ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ

1. Αλαζονεία
2. Απληστία
3. Λαγνεία
4. Λαιμαργία
5. Οκνηρία
6. Οργή
7. Φθόνος

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ


Προκείμενον. Ήχος πλ. β'. Σώσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί

ευλόγησον τήν κληρονομίαν σου.

( Ψ. 27, 9 )


Στίχ. Πρός σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ο Θεός μου.

( Ψ. 27, 1 ).


Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( δ' 6 -15 )


Αδελφοί, ο Θεός Ο ειπών εκ σκότους φώς λάμψαι, ός έλαμψεν εν ταίς καρδίαις ημών πρός φωτισμόν τής γνώσεως τής δόξης τού Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού. Έχομεν δέ τόν θησαυρόν τούτον εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή τής δυνάμεως ή τού Θεού καί μή εξ ημών, εν παντί θλιβόμενοι αλλ' ου στενοχωρούμενοι, απορούμενοι αλλ' ουκ εξαπορούμενοι, διωκόμενοι, αλλ' ουκ εγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι αλλ' ουκ απολλύμενοι, πάντοτε τήν νέκρωσιν τού Κυρίου Ιησού εν τώ σώματι περιφέροντες, ίνα καί η ζωή τού Ιησού εν τώ σώματι ημών φανερωθή. Αεί γάρ ημείς οι ζώντες εις θάνατον παραδιδόμεθα διά Ιησούν, ίνα καί η ζωή τού Ιησού φανερωθή εν τή θνητή σαρκί ημών. Ώστε ο μέν θάνατος εν ημίν ενεργείται, η δέ ζωή εν υμίν. Έχοντες δέ τό αυτό πνεύμα τής πίστεως κατά τό γεγραμμένον, <<Επίστευσα, διό ελάλησα>>, καί ημείς πιστεύομεν, διό καί λαλούμεν, ειδότες ότι ο εγείρας τόν Κύριον Ιησούν καί ημάς διά Ιησού εγερεί καί παραστήσει σύν υμίν. Τά γάρ πάντα δι' υμάς, ίνα η χάρις πλεονάσασα διά τών πλειόνων τήν ευχαριστίαν περισσεύση εις τήν δόξαν τού Θεού.


Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κβ' 35 - 46 )

Τώ καιρώ εκείνω, Νομικός τις προσήλθε τώ Ιησού, πειράζων αυτόν καί λέγων Διδάσκαλε, ποίαν εντολή μεγάλη εν τώ νόμω; Ο δέ Ιησούς έφη αυτώ Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου εν όλη τή καρδία σου καί εν όλη τή ψυχή σου καί εν όλη τή διανοία σου αύτη εστί πρώτη καί μεγάλη εντολή. Δευτέρα δέ ομοία αυτή Αγαπήσεις τόν πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταίς δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος καί οι προφήται κρέμανται. Συνηγμένων δέ τών Φαρισαίων, επηρώτησεν αυτούς ο Ιησούς λέγων Τί υμίν δοκεί περί τού Χριστού; τίνος υιός εστι; Λέγουσιν αυτώ Τού Δαυϊδ. Λέγει αυτοίς Πώς ούν Δαυϊδ, εν Πνεύματι, Κύριον αυτόν καλεί, λέγων <<Είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς εχθρούς σου υποπόδιον τών ποδών σου>>; Ει ούν Δαυϊδ καλεί αυτόν Κύριον, πώς υιός αυτού εστι; Καί ουδείς εδύνατο αυτώ αποκριθήναι λόγον, ουδέ ετόλμησέ τις απ' εκείνης τής ημέρας επερωτήσαι αυτόν ουκέτι.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Προκείμενον. Ήχος πλ. α'.

Σύ, Κύριε, φυλάξαις ημάς καί διατηρήσαις ημάς.

( Ψ. 11, 8 )

Στίχ. Σώσόν με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος.

( Ψ. 11, 2 ).

Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( α' 21 - β' 4 )

Αδελφοί, ο βεβαιών ημάς σύν υμίν εις Χριστόν καί χρίσας ημάς Θεός, ο καί σφραγισάμενος ημάς καί δούς τόν αρραβώνα τού Πνεύματος εν ταίς καρδίαις ημών. Εγώ δέ μάρτυρα τόν Θεόν επικαλούμαι επί τήν εμήν ψυχήν, ότι φειδόμενος υμών ουκέτι ήλθον εις Κόρινθον. Ουχ ότι κυριεύομεν υμών τής πίστεως, αλλά συνεργοί εσμεν τής χαράς υμών τή γάρ πίστει εστήκατε. Έκρινα δέ εμαυτώ τούτο, τό μή πάλιν εν λύπη ελθείν πρός υμάς. Ει γάρ εγώ λυπώ υμάς, καί τίς εστιν ο ευφραίνων με ει μή ο λυπούμενος εξ εμού; Καί έγραψα υμίν τούτο αυτό, ίνα μή ελθών λύπην έχω αφ' ών έδει με χαίρειν, πεποιθώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν. Εκ γάρ πολλής θλίψεως καί συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυπηθήτε, αλλά τήν αγάπην ίνα γνώτε ήν έχω περισσοτέρως εις υμάς.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κβ' 2 - 14 )

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τώ υιώ αυτού. Καί απέστειλε τούς δούλους αυτού καλέσαι τούς κεκλημένους εις τούς γάμους καί ουκ ήθελον ελθείν. Πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους, λέγων Είπατε τοίς κεκλημένοις Ιδού τό άριστόν μου ητοίμασα, οι ταύροί μου καί τά σιτιστά τεθυμένα, καί πάντα έτοιμα δεύτε εις τούς γάμους. Οι δέ αμελήσαντες απήλθον, ο μέν εις τόν ίδιον αγρόν, ο δέ εις τήν εμπορίαν αυτού οι δέ λοιποί, κρατήσαντες τούς δούλους αυτού, ύβρισαν καί απέκτειναν. Ακούσας δέ ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη, καί πέμψας τά στρατεύματα αυτού απώλεσε τούς φονείς εκείνους καί τήν πόλιν αυτών ενέπρησε. Τότε λέγει τοίς δούλοις αυτού Ο μέν γάμος έτοιμός εστιν, οι δέ κεκλημένοι ουκ ήσαν άξιοι. Πορεύεσθε ούν επί τάς διεξόδους τών οδών, καί όσους άν εύρητε, καλέσατε εις τούς γάμους. Καί εξελθόντες οι δούλοι εκείνοι εις τάς οδούς, συνήγαγον πάντας όσους εύρον, πονηρούς τε καί αγαθούς καί επλήσθη ο γάμος ανακειμένων. Εισελθών δέ ο βασιλεύς θεάσασθαι τούς ανακειμένους, είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, καί λέγει αυτώ Εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μή έχων ένδυμα γάμου; Ο δε εφιμώθη. Τότε είπεν ο βασιλεύς τοίς διακόνοις Δήσαντες αυτού χείρας καί πόδας άρατε αυτόν καί εκβάλετε εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων. Πολλοί γάρ εισι κλητοί, ολίγοι δέ εκλεκτοί.