Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

ΛΟΓΙΣΜΟΙ

Η αμαρτία του ανθρώπου εξαλείφεται με την εξομολόγηση. Οι ρίζες της αμαρτίαςόμως ξεριζώνονται
με τον αγώνα εναντίον των αμαρτωλών λογισμών και την συχνή εξαγόρευση. Με το που θα εμφανιστούν
οι λογισμοί κι ενοχλούν, πρέπει να τους εξομολογηθείς. Δεν είναι σπουδαίος ο πειρασμός σου.
Απλά γιγαντώθηκε επειδή τον έκρυψες. Να τον εξομολογηθείς με μετάνοια στη μητέρα Α.Κι όταν ο
λογισμός αρχίσει ξανά να σ' ενοχλεί, να εξομολογηθείς και πάλι με μετάνοια. Θά' ναι μεγάλη ευλογία
άν τον καιρό του πειρασμού έχεις κοντά σου ένα πρόσωπο στο οποίο μπορείς να εξομολογηθείς.
<< Αντίστητε τώ διαβόλω καί φεύξεται αφ' υμών >> ( Ιακ. δ' 17 ), είπε ο αδελφόθεος Ιάκωβος.
Στους λογισμούς πού σού υποβάλλει ο διάβολος ν' αντιστέκεσαι καί νά τούς εξομολογείσαι, νά μή
τούς δέχεσαι. Σ' όποιον κι άν ανήκει κάποιο πρόσωπο πού εμφανίζεται στήν φαντασία σου καί προκαλεί
ακάθαρτες σκέψεις καί ιδέες, είναι διαβολικό, είναι ο ίδιος ο διάβολος. Εκείνος στέκεται μπροστά στήν
ψυχή τήν ώρα τού πειρασμού καί τήν εξαπατά. Φοράει μάσκα κι είναι ικανός νά εμφυτέψει τό πάθος
ανάλογα μέ τήν προδιάθεση τής ψυχής. Εκείνος πού αποδέχεται τούς αμαρτωλούς λογισμούς καί τούς
ρεμβασμούς αποδέχεται τόν ίδιο τό σατανά. Υποτάσσεται σ' αυτόν τόσο στόν παρόντα αιώνα όσο καί
στό μέλλοντα. Γι' αυτό κι ο πόλεμος εναντίον τών λογισμών είναι ουσιώδης. Ακόμα κι ένας λογισμός ζήλειας
είναι απάτη τού διαβόλου. Γιατί όποιος διδάσκει τή νέκρωση πρός όλους καί όλα κι επομένως τούς αγαπά όλους
εξίσου, δέν προτιμά ένα πρόσωπο περισσότερο από άλλο. Ο Χριστός είναι Ένας.

Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ
( επιστολή σέ κάποια μοναχή )

«Ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω»!




Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Ένας νέος πόθησε ν' αφιερώση τή ζωή του στό Θεό, ακολουθώντας τόν ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δέν τόν άφηνε κι' έκανε ότι μπορούσε νά τόν εμποδίση. - Αμαρτάνεις στόν Θεό, τής έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στό δρόμο του τόσα προσκόμματα. Θέλω νά φύγω, νά σώσω τήν ψυχή μου. Τέλος, μέ τά πολλά κατάφερε νά τήν πείση. Έφυγε ευθύς στήν έρημο, βρήκε μιά καλύβα κι' έμεινε εκεί ν' ασκητεύη μόνος. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε κι' η μητέρα του πού δέν ήταν καθόλου καλή χριστιανή. Στήν αρχή ο νέος ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Μέ τόν καιρό όμως άρχισε νά χάνη τόν ζήλο του. Βαρέθηκε τή μοναξιά, παραμέλησε τά καθήκοντά του πού είχε σάν μοναχός καί στό τέλος κατάντησε νά μή δίνη σημασία γιά τή σωτηρία του. Κάποτε αρρώστησε βαρειά καί λίγο έλειψε νά πεθάνη. Ένας αδελφός, πού από αγάπη τόν φρόντιζε, τόν είδε νά πέφτη εξαντλημένος σέ βαθειά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγείτο αργότερα, ένοιωσε νά χωρίζεται βίαια η ψυχή από τό σώμα του καί νά βυθίζεται στή σκοτεινή άβυσσο τής Κολάσεως. Εκεί, ανάμεσα στούς άλλους κολασμένους, βρήκε τή μητέρα του. Τόν είδε κι' εκείνη η δυστυχισμένη καί σάστισε. - Κι' εσύ, γυιέ μου, τού είπε θρηνώντας, σέ τούτο τόν καταραμένο τόπο τής απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τά λόγια πού μού έλεγες, πώς θέλεις νά σώσης τήν ψυχή σου; Έγινες καλόγηρος, μά δέν τήν έσωσες. Τόσο ντροπιάστηκε ο Μοναχός από τή δίκαιη εκείνη παρατήρησι, πού δέν έβρισκε λόγια νά δικαιολογηθή. Ευχόταν τή στιγμή εκείνη ν' άνοιγε πιό βαθειά ο Άδης νά τόν κρύψη, παρά ν' ακούη τόν έλεγχο τής μάνας του. Στή δύσκολη θέσι πού βρισκόταν, τού φάνηκε πώς άκουσε τήν προσταγή: - Πάρτε τον πίσω. Τού χαρίζεται λίγη προθεσμία νά διορθωθή. Ύστερα απ' αυτό ήρθε στίς αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στόν αδελφό του όσα είχε ιδεί κι' ακούσει. Σέ λίγες μέρες έγινε καλά από τήν αρρώστια του, αλλά καί ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στήν καλύβα του καί φρόντιζε μέ φόβο καί τρόμο γιά τήν σωτηρία τής ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε μέ δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος γιά τήν περασμένη του αμέλεια. - Μήν κάνης έτσι, αδελφέ, τού έλεγαν οι γέροντες, θ' αρρωστήσης πάλι από τήν υπερβολική σου θλίψι. - Άν δέν υπέφερα, πατέρες μου, τούς έλεγε εκείνος, τό ντρόπιασμα τής μητέρας μου, πώς θά υπομείνω τάχα τήν καταισχύνη πού θά μού κάνη ο Κριτής μπροστά στούς Αγγέλους, στούς Δικαίους καί σ' όλους τούς συνανθρώπους μου τή φοβερή στιγμή πού θά μέ κρίνη;
Μέ τήν μελέτη αυτή ο πρώην αμελής Ερημίτης έφτασε σέ αγιότητα.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Κατέβηκε μιά μέρα στήν πόλι νά πουλήση τά πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος από τήν οδοιπορία πήγε καί κάθησε στό σκαλοπάτι ενός μεγάλου σπιτιού πού βρέθηκε στό δρόμο του. Τή στιγμή εκείνη ψυχορραγούσε ο πλούσιος νοικοκύρης τού σπιτιού. Ενώ ο Αββάς ξεκουραζόταν, ανίδεος γιά ότι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά νά έρχωνται καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλλάρηδες, άγριοι στήν όψι. Στήν εξώθυρα κατέβηκαν από τά κατάμαυρα επίσης άλογά τους κι' ώρμησαν στό σπίτι. Ο γέροντας κατάλαβε καί τούς ακολούθησε ώς επάνω στό δωμάτιο τού ετοιμοθανάτου. Σάν τούς αντίκρυσε εκείνος, έβγαλε σπαρακτικές κραυγές:
- Θεέ μου, σώσε με.
Εκείνοι τόν ειρωνεύτηκαν σκληρά:
- Τώρα στή δύσι τής ζωής σου θυμάσαι τάχα τό Θεό;
Πολύ αργά τό σκέφτηκες. Γιατί δέν τόν φώναζες από τήν αυγή; Τώρα μάς ανήκεις.
Καθώς έλεγαν αυτά εκείνοι οι απάνθρωποι απόσπασαν μέ βία τήν ψυχή του καί μέ θριαμβευτικό αλαλαγμό απομακρύνθηκαν.
Ο Αββάς έμεινε σάν πεθαμένος από τή θλίψι καί τήν τρομάρα του. Όταν ύστερα από πολλή ώρα συνήλθε, διηγήθηκε γιά ωφέλεια τών άλλων, τί τού είχε φανερώσει ο Θεός.