Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ’ 


Επακολουθούν αι επτά πληγαί, αι τελευταίαι τιμωρίαι του Θεού κατά της ανθρωπότητος της υποτεταγμένης εις το κράτος του θηρίου. Ο Αντίχριστος υπέθρεψεν εις τους ανθρώπους την ελπίδα χρυσού αιώνος άνευ Θεού και κατά του Θεού. Ο Χριστός πλήττει ήδη και διά της σιδηράς ράβδου αυτού κατερειπώνει το αντίχριστον κράτος. Αι επτά φιάλαι, υπενθυμίζουσαι και τας εν Αιγύπτω πληγάς, αντιστοιχούν προς τα επτά σαλπίσματα, είναι όμως δραστικώτεραι τούτων, διότι καταφέρονται ουχί κατά του ενός τρίτου, αλλά καθ’ ολοκλήρου του ασεβούς πληθυσμού της γής. Το αποτέλεσμα τούτων είναι και πάλιν η αμετανοησία και η σκλήρυνσις των πληττομένων. Κατά την έκτην φιάλην συνάγονται οι λαοί εις πόλεμον εν Αρμαγεδών, ήτοι εις το όρος Μαγεδών, το εν τη Γαλιλαία όρος Κάρμηλον, εις τους ανατολικούς πρόποδας του οποίου έκειτο η Μαγεδδώ, όπου ο Ηλίας είχε κατασφάξει τους ιερείς της αισχύνης και αποτελεί κλασσικόν πεδίον αοματηρών μαχών εν τη Βίβλω. Τόπος συμβολικός σημαίνων τα πεδία των εκάστοτε καταστρεπτικών πολέμων, οίτινες διά μέσου των αιώνων ερημούν την ανθρωπότητα και καταλήγουν εις την τελικήν σύρραξιν, εις την οποίαν θα επακολουθήση η πτώσις μεν της συνβολικής Βαβυλώνος, την οποίαν εξεικονίζει η Ρώμη, η επικράτησις δε της βασιλείας του Χριστού. 

Και ήκουσα μεγάλης φωνής εκ του ναού λεγούσης τοις επτά αγγέλοις υπάγετε και εκχέατε τας επτά φιάλας του θυμού του Θεού εις την γην.
2 Και απήλθεν ο πρώτος και εξέχεε την φιάλην αυτού εις την γην και εγένετο έλκος κακόν και πονηρόν επί τους ανθρώπους τους έχοντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού.
3 Και ο δεύτερος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις την θάλασσαν και εγένετο αίμα ως νεκρού, και πάσα ψυχή ζώσα απέθανεν εν τη θαλάσση.
4 Και ο τρίτος εξέχεε την φιάλην αυτού εις τους ποταμούς και εις τας πηγάς των υδάτων και εγένετο αίμα.
5 Και ήκουσα του αγγέλου των υδάτων λέγοντος δίκαιος ει, ο ων και ο ην, ο όσιος, ότι ταύτα έκρινας
6 ότι αίμα αγίων και προφητών εξέχεαν, και αίμα αυτοίς έδωκας πιείν άξιοί εισι.
7 Και ήκουσα του θυσιαστηρίου λέγοντος ναι, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις σου.
8 Και ο τέταρτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον και εδόθη αυτώ καυματίσαι εν πυρί τους ανθρώπους.
9 και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα, και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του Θεού του έχοντος εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας, και ου μετενόησαν δούναι αυτώ δόξαν.
10 Και ο πέμπτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον θρόνον του θηρίου και εγένετο η βασιλεία αυτού εσκοτωμένη, και εμασώντο τας γλώσσας αυτών εκ του πόνου,
11 και εβλασφήμησαν τον Θεόν του ουρανού εκ των πόνων αυτών και εκ των ελκών αυτών, και ου μετενόησαν εκ των έργων αυτών.
12 Και ο έκτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ποταμόν τον μέγα τον Ευφράτην και εξηράνθη το ύδωρ αυτού, ίνα ετοιμασθή η οδός των βασιλέων των από ανατολής ηλίου.
13 Και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα, ως βάτραχοι
14 εισί γαρ πνεύματα δαιμονίων ποιούντα σημεία, α εκπορεύεται επί τους βασιλείς της οικουμένης όλης, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του παντοκράτορος.
15 Ιδού έρχομαι ως κλέπτης μακάριος ο γρηγορών και τηρών τα ιμάτια αυτού, ίνα μη γυμνός περιπατή και βλέπωσι την ασχημοσύνην αυτού.
16 και συνήγαγεν αυτούς εις τον τόπον τον καλούμενον Εβραϊστί Αρμαγεδών.
17 Και ο έβδομος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον αέρα και εξήλθε φωνή μεγάλη εκ του ναού του ουρανού από του θρόνου λέγουσα γέγονε.
18 και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί, και σεισμός εγένετο μέγας, οίος ουκ εγένετο αφ’ ου οι άνθρωποι εγένοντο επί της γης, τηλικούτος σεισμός ούτω μέγας.
19 και εγένετο η πόλις η μεγάλη εις τρία μέρη, και αι πόλεις των εθνών έπεσα. και Βαβυλών η μεγάλη εμνήσθη ενώπιον του Θεού δούναι αυτή το ποτήριον του οίνου του θυμού της οργής αυτού.
20 και πάσα νήσος έφυγε, και όρη ουχ ευρέθησαν.
21 και χάλαζα μεγάλη ως ταλαντιαία καταβαίνει εκ του ουρανού επί τους ανθρώπους και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι τον Θεόν εκ της πληγής της χαλάζης, ότι μεγάλη εστίν η πληγή αύτη σφόδρα.

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’

Στίχ. 1-9. Ο χριστιανικός γάμος.


Περί δε ων εγράψατέ μοι, καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι
2 διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω, και εκάστη τον ίδιον άνδρα εχέτω.
3 τη γυναικί ο ανήρ την οφειλομένην εύνοιαν αποδιδότω, ομοίως δε και η γυνή τω ανδρί.
4 η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ ο ανήρ ομοίως δε και ο ανήρ του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ η γυνή.
5 μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς διά την ακρασίαν υμών.
6 τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επιταγήν.
7 θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως.
8 Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ.
9 ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι. 



Στίχ. 10-24. Ο γάμος αδιάλυτος. 

10 τοις δε γεγαμηκόσι παραγγέλλω, ουκ εγώ, αλλ’ ο Κύριος, γυναίκα από ανδρός μη χωρισθήναι
11 εάν δε και χωρισθή, μενέτω άγαμος ή τω ανδρί καταλλαγήτω και άνδρα γυναίκα μη αφιέναι.
12 τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύριος ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν
13 και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν.
14 ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστι, νυν δε άγιά εστιν.
15 ει δε ο άπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. ου δεδούλωται ο αδελφός ή η αδελφή εν τοις τοιούτοις. εν δε ειρήνη κέκληκεν ημάς ο Θεός.
16 τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις; ή τι οίδας, άνερ, ει την γυναίκα σώσεις;
17 ει μη εκάστω ως εμέρισεν ο Θεός, έκαστον ως κέκληκεν ο Κύριος, ούτω περιπατείτω. και ούτως εν ταις εκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι.
18 περιτετμημένος τις εκλήθη; μη επισπάσθω. εν ακροβυστία τις εκλήθη; μη περιτεμνέσθω.
19 η περιτομή ουδέν εστι, και η ακροβυστία ουδέν εστιν, αλλά τήρησις εντολών Θεού.
20 έκαστος εν τη κλήσει ή εκλήθη, εν ταύτη μενέτω.
21 δούλος εκλήθης; Μη σοι μελέτω αλλ’ ει και δύνασαι ελεύθερος γενέσθαι, μάλλον χρήσαι.
22 ο γαρ εν Κυρίω κληθείς δούλος απελεύθερος Κυρίου εστίν ομοίως και ο ελεύθερος κληθείς δούλος εστι Χριστού.
23 τιμής ηγοράσθητε μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.
24 έκαστος εν ω εκλήθη, αδελφοί, εν τούτω μενέτω παρά τω Θεώ. 



Στίχ. 25-40. Η υπεροχή της παρθενίας.

25 Περί δε των παρθένων επιταγήν Κυρίου ουκ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυρίου πιστός είναι.
26 νομίζω ουν τούτο καλόν υπάρχειν διά την ενεστώσαν ανάγκην, ότι καλόν ανθρώπω το ούτως είναι.
27 δέδεσαι γυναικί; μη ζήτει λύσιν λέλυσαι από γυναικός; μη ζήτει γυναίκα
28 εάν δε και γήμης, ουχ ήμαρτες και εάν γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε θλίψιν δε τη σαρκί έξουσιν οι τοιούτοι εγώ δε υμών φείδομαι.
29 τούτο δε φημι, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστιν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι,
30 και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες,
31 και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου.
32 θέλω δε υμάς αμερίμνους είναι. ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω
33 ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τη γυναικί.
34 μεμέρισται και η γυνή και η παρθένος. η άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, ίνα η αγία και σώματι και πνεύματι η δε γαμήσασα μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τω ανδρί.
35 τούτο δε προς το υμών αυτών συμφέρον λέγω, ουχ ίνα βρόχον υμίν επιβάλω, αλλά προς το εύσχημον και ευπάρεδρον τω Κυρίω απερισπάστως.
36 Ει δε τις ασχημονείν επί την παρθένον αυτού νομίζει, εάν η υπέρακμος, και ούτως οφείλει γίνεσθαι, ο θέλει ποιείτω ουχ αμαρτάνει γαμείτωσαν.
37 ος δε έστηκεν εδραίος εν τη καρδία, μη έχων ανάγκην, εξουσίαν δε έχει περί του ιδίου θελήματος, και τούτο κέκρικεν εν τη καρδία αυτού, του τηρείν την εαυτού παρθένον, καλώς ποιεί.
38 ώστε και ο εκγαμίζων καλώς ποιεί, ο δε μη εκγαμίζων κρείσσον ποιεί.
39 Γυνή δέδεται νόμω εφ’ όσον χρόνον ζη ο ανήρ αυτής εάν δε κοιμηθή ο ανήρ αυτής, ελευθέρα εστίν ω θέλει γαμηθήναι, μόνον εν Κυρίω.
40 μακαριωτέρα δε εστιν εάν ούτω μείνη, κατά την εμήν γνώμην δοκώ δε καγώ Πνεύμα Θεού έχειν.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Α΄ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄ 

Στίχ. 1-11. Οι Χριστιανοί όχι εις ειδωλολατρικά δικαστήρια. 

Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων;
2 ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι; Και ει εν υμίν κρίνεται ο κόσμος, ανάξιοί εστε κριτηρίων ελαχίστων;
3 ουκ οίδατε ότι αγγέλους κρινούμεν; Μήτι γε βιωτικά;
4 βιωτικά μεν ουν κριτήρια εάν έχητε, τους εξουθενημένους εν τη εκκλησία τούτους καθίζετε.
5 προς εντροπήν υμίν λέγω. Ούτως ουκ ένι εν υμίν σοφός ουδέ εις ος δυνήσεται διακρίναι ανά μέσον του αδελφού αυτού,
6 αλλά αδελφός μετά αδελφού κρίνεται, και τούτο επί απίστων;
7 ήδη μεν ουν όλως ήττημα υμίν εστιν ότι κρίματα έχετε μεθ’ εαυτών. Διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; Διατί ουχί μάλλον αποστερείσθε;
8 αλλά υμείς αδικείτε και αποστερείτε, και ταύτα αδελφούς;
9 ή ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; μη πλανάσθε ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται
10 ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι.
11 και ταύτά τινες ήτε αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών. 


Στίχ. 12-20. Βαρεία η ενοχή των ηθικών παρεκτροπών. 

12 Πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ουκ εγώ εξουσιασθήσομαι υπό τινος.
13 τα βρώματα τη κοιλία και η κοιλία τοις βρώμασιν ο δε Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει. το δε σώμα ου τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι
14 ο δε Θεός και τον Κύριον ήγειρε και ημάς εξεγερεί διά της δυνάμεως αυτού.
15 ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστιν; άρας ουν τα μέλη του Χριστού ποιήσω πόρνης μέλη; Μη γένοιτο.
16 ή ουκ οίδατε ότι ο κολλώμενος τη πόρνη εν σώμα εστιν; έσονται γαρ, φησίν, οι δύο εις σάρκα μίαν
17 ο δε κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμα εστι.
18 φεύγετε την πορνείαν. Παν αμάρτημα ο εάν ποιήση άνθρωπος εκτός του σώματός εστιν, ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει.
19 ή ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών;
20 ηγοράσθητε γαρ τιμής δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ 

Στίχ. 1-13. Το σκάνδαλον του αιμομίκτου και ο αφορισμός αυτού.
Συμβουλαί του Αποστόλου. 


Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, και τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοίς έθνεσιν ονομάζεται, ώστε γυναίκα τινα του πατρός έχειν.
2 και υμείς πεφυσιωμένοι εστέ, και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέσου υμών ο το έργον τούτο ποιήσας!
3 εγώ μεν γαρ ως απών τω σώματι, παρών δε τω πνεύματι, ήδη κέκρικα ως παρών τον ούτω τούτο κατεργασάμενον,
4 εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
5 παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.
6 Ου καλόν το καύχημα υμών. Ουκ οίδατε ότι μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί;
7 εκκαθάρατε ούν την παλαιάν ζύμην, ίνα ήτε νέον φύραμα, καθώς εστε άζυμοι. και γαρ το πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός
8 ώστε εορτάζωμεν μη εν ζύμη παλαιά μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλ’ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας.
9 Έγραψα υμίν εν τη επιστολή μη συναναμίγνυσθαι πόρνοις,
10 και ου πάντως τοις πόρνοις του κόσμου τούτου ή τοις πλεονέκταις ή άρπαξιν ή ειδωλολάτραις επεί οφείλετε άρα εκ του κόσμου εξελθείν
11 νυν δε έγραψα υμίν μη συναναμίγνυσθαι εάν τις αδελφός ονομαζόμενος ή πόρνος ή πλεονέκτης ή ειδωλολάτρης ή λοίδορος ή μέθυσος ή άρπαξ, τω τοιούτω μηδέ συνεσθίειν.
12 τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν; Ουχί τους έσω υμείς κρίνετε;
13 τους δε έξω ο Θεός κρίνει. και εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Κοντάκιον.

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὦ τρισμακάριστε Σταυρέ καί πανσεβάσμιε, 
σέ προσκυνοῦμεν οἱ πιστοί καί μεγαλύνομεν, 
ἀγαλλόμενοι τῇ θείᾳ σου ἀνυψώσει. 
Ἀλλ’ ὡς τρόπαιον καί ὅπλον ἀπροσμάχητον, 
περιφρούρει τε καί σκέπε τῇ σῇ χάριτι, 
τούς σοί κράζοντας· χαῖρε, Ξύλον μακάριον.


Ἄγγελοι οὐρανόθεν ἀοράτως κυκλοῦσι, Σταυρόν 
τόν ζωηφόρον ἐν φόβῳ (τρίς) 
καί φωτοπάροχον χάριν λαμπρῶς παρεχόμενον, 
νῦν τοῖς πιστοῖς βλέποντες, 
ἐξίστανται καί ἵστανται βοῶντες πρός αὐτόν τοιαῦτα·

Χαῖρε Σταυρέ, οἰκουμένης φύλαξ·
χαῖρε, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Χαῖρε, ὁ πηγάζων ἀφθόνως ἰάματα·
χαῖρε, ὁ φωτίζων τοῦ κόσμου τά πέρατα.
Χαῖρε, ξύλον ζωομύριστον, καί θαυμάτων θησαυρέ·
χαῖρε, συνθετοτρισόλβιε, καί χαρίτων παροχεῦ.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις ὑποπόδιον θεῖον·
χαῖρε, ὅτι ἐτέθης εἰς προσκύνησιν πάντων.
Χαῖρε κρατήρ τοῦ νέκταρος ἔμπλεως·
χαῖρε, λαμπτήρ τῆς ἄνω λαμπρότητος.
Χαῖρε, δι’ οὗ εὐλογεῖται ἡ κτίσις·
χαῖρε, δι’ οὗ προσκυνεῖται ὁ Κτίστης.


Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Βλέπουσα ἡ Ἑλένη ἑαυτήν ἐν ἐφέσει, φησί τῷ Βασιλεῖ θαρσαλέως· 
Τό παμπόθητόν σου τῆς ψυχῆς εὐχερέστατόν μου τῇ σπουδῇ φαίνεται· 
ζητοῦσα γοῦν τό κράτιστόν σοι τρόπαιον, ὡς λέγεις, κράζω·

Ἀλληλούϊα.

Γνῶσιν ἄγνωστον πρώην ἡ Βασίλισσα γνοῦσα, 
ἐβόησε πρός τούς ὑπουργοῦντας· Ἐκ λαγόνων τῆς γῆς εὑρεῖν ἐν τάχει, 
καί δοῦναι τόν Σταυρόν σπεύσατε, 
πρός ὅν ἰδοῦσα ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλήν κράζουσα οὕτω·

Χαῖρε, χαρᾶς τῆς ὄντως σημεῖον·
χαῖρε, ἀρᾶς τῆς ἀρχαίας λύτρον.
Χαῖρε, θησαυρός ἐν τῇ γῇ φθόνῳ κρυπτόμενος·
χαῖρε, ὁ φανείς ἐν τοῖς ἄστροις τυπούμενος.
Χαῖρε, τετρακτινοπύρσευτε καί πυρίμορφε Σταυρέ·
χαῖρε, κλῖμαξ ὑψοστήρικτε, προοραθεῖσά ποτε.
Χαῖρε, τό τῶν Ἀγγέλων γαληνόμορφον θαῦμα·
χαῖρε, τό τῶν δαιμόνων πολυστένακτον τραῦμα.
Χαῖρε, τερπνόν τοῦ Λόγου κειμήλιον·
χαῖρε, πυρός τῆς πλάνης σβεστήριον.
Χαῖρε, Σταυρέ, ἀπορούντων προστάτα·
χαῖρε, στερρέ εὐδρομούντων ἀλεῖπτα.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Δύναμις ἡ τοῦ Ξύλου, ἐπιδέδεικται τότε, πρός πίστωσιν ἀληθῆ τοῖς πᾶσι· 
καί τήν ἄφωνόν τε καί νεκράν πρός ζωήν ἀνέστησε, 
φρικτόν θέαμα τοῖς μέλλουσι καρποῦσθαι σωτηρίαν, ἐν τῷ μέλπειν οὕτως·

Ἀλληλούϊα.

Ἔχουσα ἡ Ἑλένη, τὸ ἀήττητον ὅπλον, ἀνέδραμε πρός τόν ταύτης γόνον· 
ὁ δέ, μέγα σκιρτήσας εὐθύς, ἐπιγνούς τόν μέγιστον Σταυρόν ἔχαιρε, 
καί ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρός αὐτόν τοιαῦτα·

Χαῖρε Σταυρέ, τοῦ φωτός δοχεῖον·
χαῖρε, Σταυρέ, τῆς ζωῆς ταμεῖον.
Χαῖρε, ὁ δοτήρ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος·
χαῖρε, ὁ λιμήν ποντοπόρων ἀχείμαστος.
Χαῖρε, τράπεζα, βαστάζουσα ὥσπερ θῦμα τόν Χριστόν·
χαῖρε, κλῆμα, βότρυν πέπειρον φέρον οἶνον μυστικόν.
Χαῖρε, ὅτι τά σκῆπτρα τῶν ἀνάκτων φυλάττεις·
χαῖρε, ὅτι τάς κάρας τῶν δρακόντων συνθλάττεις.
Χαῖρε, λαμπρόν τῆς πίστεως γνώρισμα·
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου διάσωσμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρός θνητούς εὐλογία·
χαῖρε, θνητῶν πρός Θεόν μεσιτεία.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Ζῆλον ἔνδοθεν θεῖον, ἡ Ἑλένη λαβοῦσα, ἐζήτησε καί εὗρε σπουδαίως, 
τόν ἐν γῇ κρυπτόμενον Σταυρόν, καί δεικνύμενον ἐν οὐρανῷ Ἄνακτι· 
ὅν ὕψωσε· καί βλέπων τό πολίτευμα, ἐν πίστει ἔφη·

Ἀλληλούϊα.

Ἡλιόμορφος ὤφθη, ὁ Σταυρός ἐν τῷ κόσμῳ, καί πάντες φωτισμοῦ ἐμπλησθέντες, 
καί δραμόντες ὡς πρός ἀστέρα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς καλῶν αἴτιον, 
ἐν ταῖς χερσί ταῖς θείαις ὑψωθέντα· ὅν ὑμνοῦντες εἶπον·

Χαῖρε, αὐγή νοητοῦ Ἡλίου·
χαῖρε, πηγή ἀκενώτου μύρου.
Χαῖρε, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ἀνάκλησις·
χαῖρε, τῶν ἀρχόντων τοῦ ᾅδου ἡ νέκρωσις.
Χαῖρε, ὅτι ἀνυψούμενος, συνανυψοῖς νῦν ἡμᾶς·
χαῖρε, ὅτι προσκυνούμενος, καθαγιάζεις τάς ψυχάς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος·
χαῖρε, τῶν ἀθλοφόρων εὐμενέστατον σθένος.
Χαῖρε Σταυρέ, Ἑβραίων ὁ ἔλεγχος·
χαῖρε, πιστῶν ἀνθρώπων ὁ ἔπαινος.
Χαῖρε, δι’ οὗ κατεβλήθη ὁ ᾅδης·
χαῖρε, δι’ οὗ ἀνατέταλκε χάρις.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Θεοβράβευτον Ξύλον, θεωρήσαντες πάντες, τῇ τούτου νῦν προσέλθωμεν σκέπῃ· 
καί ὡς ὅπλον κρατοῦντες αὐτό, δι’ αὐτοῦ τροποῦμεν τῶν ἐχθρῶν φάλαγγας, 
καί ψαύοντες τόν ἄψαυστον, τοῖς χείλεσιν αὐτῷ βοῶμεν·

Ἀλληλούϊα.

Ἴδε φῶς οὐρανόθεν, Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας, δεικνύμενον Σταυροῦ τό σημεῖον, 
δι’ ἀστέρων, ἐν ᾧ καί νικᾶν πολεμίων πληθύν, ἔσπευσε τό Ξύλον φανερῶσαι, 
καί βοῆσαι πρός αὐτό τοιαῦτα·

Χαῖρε, βουλῆς τῆς ἀρρήτου πέρας·
χαῖρε, λαοῦ εὐσεβοῦντος κέρας.
Χαῖρε, πολεμίων ὁ τρέπων τάς φάλαγγας·
χαῖρε, φλόξ καθάπερ φλέγων τούς δαίμονας.
Χαῖρε, σκῆπτρον ἐπουράνιον τοῦ Βασιλέως τοῦ στρατοῦ·
χαῖρε, τρόπαιον ἀήττητον τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ.
Χαῖρε, ὁ τῶν βαρβάρων τήν ὀφρύν καταβάλλων·
χαῖρε, ὁ τῶν ἀνθρώπων τάς ψυχάς περιέπων.
Χαῖρε, κακῶν πολλῶν ἀμυντήριον·
χαῖρε, καλῶν πολλῶν βραβευτήριον.
Χαῖρε, δι’ οὗ Χριστοφόροι σκιρτῶσι·
χαῖρε, δι’ οὗ Ἰουδαῖοι θρηνοῦσι.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Κλῖμαξ οὐρανομήκης, ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἐγένετο, τούς πάντας ἀνάγων, 
ἀπό γῆς πρός ὕψος οὐρανοῦ, τοῦ χοροῖς Ἀγγέλων συνοικεῖν πάντοτε, 
ἀφέντας τά νῦν ὄντα ὡς μή ὄντα, καί εἰδότας ψάλλειν·

Ἀλληλούϊα.

Λάμψας φῶς ἐπί πᾶσιν, ὁ Σωτήρ τοῖς ἐν ᾅδη, ἐφώτισας τούς κάτω κειμένους· 
πυλωροί δέ ᾅδου τήν αὐγήν μή ἐνέγκαντές σου, ὡς νεκροί πεπτώκασιν· 
οἱ τούτων δέ ρυσθέντες, νῦν ὁρῶντες τόν Σταυρόν βοῶσι·

Χαῖρε, ἀνάστασις τεθνεώτων·
χαῖρε, παράκλησις τῶν πενθούντων.
Χαῖρε, τῶν ταμείων τοῦ ᾅδου ἡ κένωσις·
χαῖρε, Παραδείσου τρυφῆς ἡ ἀπόλαυσις.
Χαῖρε, ράβδος ἡ ποντίσασα τόν Αἱγύπτιον στρατόν·
χαῖρε, αὖθις, ἡ ποτίσασα Ἰσραηλίτην λαόν.
Χαῖρε, ἔμψυχον Ξύλον, τοῦ Λῃστοῦ σωτηρία·
χαῖρε, εὔοσμον ρόδον, εὐσεβῶν εὐωδία.
Χαῖρε, τροφή πεινώντων ἐν πνεύματι·
χαῖρε, σφραγίς, ἥν ἔλαβον ἄνθρωποι.
Χαῖρε Σταυρέ, μυστηρίων ἡ θύρα·
χαῖρε, ἐξ οὗ ρεῖθρα χέονται θεῖα.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Μέλλοντος Μωϋσέως, τό πολύμοχθον γένος λυτρώσασθαι ἐκ τοῦ λυμεῶνος, 
ἐπεδόθης ὡς ράβδος αὐτῷ, ἀλλ’ ἐγνώσθης τούτῳ καί Θεοῦ σύμβολον· 
διόπερ κατεπλάγη σου Σταυρέ, τήν δυναστείαν κράζων·

Ἀλληλούϊα.

Νόμον ὁ ἐν Σιναίῳ, τῷ Θεόπτῃ δούς πάλαι, Σταυρῷ ἐθελοντί προσηλοῦται, 
ὑπέρ ἀνόμων ἀνόμως ἀνδρῶν, καί κατάραν νόμου παλαιάν ἔλυσεν, 
ἵνα Σταυροῦ τήν δύναμιν ὁρῶντες, ἅπαντες νῦν βοῶμεν·

Χαῖρε, ἀνόρθωσις πεπτωκότων·
χαῖρε, κατάπτωσις κοσμολάτρων.
Χαῖρε, Ἀναστάσεως Χριστοῦ τό ἐγκαίνισμα·
χαῖρε, μοναζόντων τό θεῖον ἐντρύφημα.
Χαῖρε, δένδρον εὐσκιόφυλλον, ὑφ’ οὗ σκέπονται πιστοί·
χαῖρε, Ξύλον προφητόφθεγκτον, πεφυτευμένον ἐν γῇ.
Χαῖρε, τῆς Βασιλείας κατ’ ἐχθρῶν συμμαχία·
χαῖρε, τῆς πολιτείας κραταιά προστασία.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου φανέρωσις·
χαῖρε, βροτῶν πταιόντων κατάκρισις.
Χαῖρε Σταυρέ, ὀρφανῶν ἀντιλῆπτορ·
χαῖρε Σταυρέ, πλουτιστά τῶν πενήτων.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Ξένον θαῦμα ἰδόντες, ξένον βίον βιῶμεν, τόν νοῦν εἰς οὐρανόν ἀνυψοῦντες· 
διά τούτο γάρ ἐν τῷ Σταυρῷ ὁ Χριστός ἐπάγη, καί σαρκί πέπονθε, 
βουλόμενος ἑλκῦσαι πρός τό ὕψος, τούς αὐτῷ βοῶντας·

Ἀλληλούϊα.

Ὅλος ἦλθεν ἐξ ὕψους, τήν Θεότητα ἔχων, ὁ μόνος προαιώνιος Λόγος· 
καί τεχθείς ἐκ Παρθένου Μητρός, καί φανείς τῷ κόσμῳ ταπεινός ἄνθρωπος, 
Σταυρόν καταδεξάμενος, ἐζώωσε τούς αὐτῷ βοῶντας.

Χαῖρε Σταυρέ, τῆς εἰρήνης ὅπλον·
χαῖρε, βαλβίς τῶν ὁδοιπορούντων.
Χαῖρε, σωζομένων σοφία καί στήριγμα·
χαῖρε, ἀπολλυμένων μωρία καί σύντριμμα.
Χαῖρε, εὔκαρπον, ἀθάνατον καί ζωηφόρον φυτόν·
χαῖρε ἄνθος, ὅπερ ἤνθησε τήν σωτηρίαν ἡμῶν.
Χαῖρε, ὅτι συνάπτεις τά ἐν γῇ σύν τοῖς ἄνω·
χαῖρε, ὅτι φωτίζεις τάς καρδίας τῶν κάτω.
Χαῖρε δι’ οὗ φθορά ἐξωστράκισται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ λύπη ἠφάνισται.
Χαῖρε, καλῶν μυριάριθμος ὄλβος·
χαῖρε, πιστῶν μυριώνυμος εὖχος.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Πέπτωκε τῶν δαιμόνων ἡ παμβέβηλος φάλαγξ, καί γένος τῶν Ἑβραίων ᾐσχύνθη, 
προσκυνούμενον τόν Σταυρόν παρά πάντων, μετά πόθου βλέποντες, 
ἀεί δέ ἀναβλύζοντα ἰάματα τοῖς ἐκβοῶσιν·

Ἀλληλούϊα.

Ρεύματα συνεστάλη, λογισμῶν κακοδόξων παγέντος σου Χριστέ ἐπί ξύλου·  
ἀποροῦσι γάρ ὄντως τό, Πῶς καί Σταυρόν ὑπέστης, καί φθοράν πέφευγας· 
ἡμεῖς δέ τήν Ἀνάστασιν δοξάζοντες ἀναβοῶμεν.

Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ τό ὕψος·
χαῖρε, προνοίας Αὐτοῦ τό βάθος.
Χαῖρε, μωρολόγων ἀλόγων ἡ ἄγνοια·
χαῖρε, μαντιπόλων ἀφρόνων ἀπώλεια.
Χαῖρε, ὅτι τήν Ἀνάστασιν ἐμφανίζεις τοῦ Χριστοῦ·
χαῖρε, ὅτι τά παθήματα ἀνακαινίζεις Αὐτοῦ.
Χαῖρε, τῶν πρωτοπλάστων τήν παράβασιν λύσας·
χαῖρε, τοῦ Παραδείσου τάς εἰσόδους ἀνοίξας.
Χαῖρε Σταυρέ, τοῖς πᾶσι σεβάσμιε·
χαῖρε, ἐθνῶν ἀπίστων ἀντίπαλε.
Χαῖρε Σταυρέ, ἰατρέ τῶν νοσούντων·
χαῖρε, ἀεί βοηθέ τῶν βοώντων·

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Σῶσαι θέλων τόν κόσμον, ὁ τοῦ κόσμου κοσμήτωρ, κατῆλθε πρός αὐτόν ἀπορρήτως· 
καί Σταυρόν ὑπέστη, Θεός ὤν, δι’ ἡμᾶς, τά πάντα καθ’ ἡμᾶς δέχεται· 
διό καί λυτρωσάμενος ἡμᾶς, ἀκούει παρά πάντων·

Ἀλληλούϊα.

Τεῖχος τῆς οἰκουμένης, ὦ Σταυρέ ζωηφόρε, ἀπόρθητον καί θεῖον νοοῦμεν· 
ὁ γάρ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, κατασκευάσας σέ Ποιητής τάννυσι τάς χεῖρας, 
ξένον ἄκουσμα· καί ἅπαντας ἐκφωνεῖν διδάσκει.

Χαῖρε, ἡ βάσις τῆς εὐσεβείας·
χαῖρε, τό νῖκος τῆς κληρουχίας.
Χαῖρε, Ἀμαλήκ νοητόν ὁ τροπούμενος·
χαῖρε, Ἰακώβ ταῖς χερσί προτυπούμενος.
Χαῖρε, σύ γάρ ἀνεμόρφωσας τάς παλαιτάτας σκιάς·
χαῖρε, σύ γάρ ἀνεπλήρωσας προφητοφθέγκτους φωνάς.
Χαῖρε, ὁ τόν Σωτῆρα τῶν ἀπάντων βαστάσας·
χαῖρε, ὁ τόν φθορέα τῶν ψυχῶν καταργήσας.
Χαῖρε, δι’ οὗ Ἀγγέλοις ἡνώθημεν·
χαῖρε, δι’ οὗ φωτί κατηυγάσθημεν.
Χαῖρε, σέ γάρ προσκυνοῦμεν τιμῶντες·
χαῖρε, σοί γάρ προσφωνοῦμεν, βοῶντες·

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ὕμνος ἅπας μειοῦται, συνακολουθεῖν θέλων, τῷ πλήθει τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· 
ἐγκωμίων πληθύν καί γάρ ἄν προσάξωμέν σοι, ὦ Σταυρέ τίμιε, 
οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν· ἀλλ’ οὖν βοῶμεν·

Ἀλληλούϊα.

Φωτοπάροχον αἴγλην, τοῖς ἐν σκότει δωρεῖται, Σταυρός ὁ ζωοδώρητος οὗτος· 
τό γάρ ἄϋλον δέδεικται φῶς, καί πρός γνῶσιν θείαν δᾳδουχεῖ ἅπαντας· 
ὑψοῖ δέ νῦν ὑψούμενος τόν νοῦν ἡμῶν, ἀναμέλπειν ταύτα·

Χαῖρε, φωστήρ, τοῖς ἐν σκότει φαίνων·
χαῖρε, ἀστήρ, τόν κόσμον αὐγάζων.
Χαῖρε, ἀστραπή, χριστοκτόνους ἀμβλύνουσα·
χαῖρε, ἡ βροντή τούς ἀπίστους ἐκπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι κατελάμπρυνας Ὀρθοδόξων τούς χορούς·
χαῖρε, ὅτι κατηδάφισας τῶν εἰδώλων τούς βωμούς.
Χαῖρε, οὗπερ ὁ τύπος οὐρανόθεν ἐφάνη·
χαῖρε, οὗπερ ἡ χάρις πονηρίας ἐλαύνει.
Χαῖρε, σαρκός σημαίνων τήν νέκρωσιν·
χαῖρε, παθῶν ὁ κτείνων ἐπέγερσιν.
Χαῖρε, ἐν ᾧ ὁ Χριστός ἐσταυρώθη·
χαῖρε, δι’ οὗ πᾶς ὁ κόσμος ἐσώθη.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Χάριν δοῦναι θελήσας, ὁ Χριστός τοῖς ἀνθρώποις, τάς χεῖρας ἐπί Ξύλου ἐκτείνει, 
καί τά ἔθνη πάντα συγκαλεῖ, καί βασιλείαν πᾶσιν οὐρανῶν δίδωσι, 
τοῖς μέλπουσι τόν ὕμνον ἐπαξίως, καί πιστῶς βοῶσιν·

Ἀλληλούϊα.

Ψάλλοντές σου τόν ὕμνον, εὐφημοῦμεν ἐκ πόθου, ὡς ἔμψυχον Κυρίου σε Ξύλον· 
ἐπί σοί γάρ παγείς ἐν σαρκί, ὁ δεσπόζων τῶν δυνάμεων, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, 
ἐδίδαξε βοᾶν σοι ταῦτα·

Χαῖρε Σταυρέ, νοητή ρομφαία·
χαῖρε, Ἁγίων ἅγιον βλέμμα.
Χαῖρε, Προφητῶν καί Δικαίων προκήρυγμα·
χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ λαμπροφόρον στρατήγημα.
Χαῖρε, κάλλος καί διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν·
χαῖρε, κράτος καί ὀχύρωμα ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς ἀληθείας εὐκλεέστατος κόσμος·
χαῖρε, τῆς σωτηρίας εὐτυχέστατος ὅρμος.
Χαῖρε, φαιδρόν ἁπάντων ἀγλάϊσμα·
χαῖρε, υἱῶν τῆς Ἄγαρ φυγάδευμα.
Χαῖρε, φωτός ἀκηράτου λυχνία·
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς θυμηδία.


Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Ὦ πανύμνητον Ξύλον, τό βαστάσαν τόν πάντων ἁγίων, 
Ἁγιώτατον Λόγον (τρίς)· δεδεγμένον ἡμῶν τάς λιτάς, 
ἀπό πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καί αἰωνίου λύτρωσαι κολάσεως τούς σοί βοῶντας·

Ἀλληλούϊα.