Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ’

Στίχ. 1-27. Ο Παύλος παράδειγμα αυταπαρνήσεως. 


Ουκ ειμί απόστολος; ουκ ειμί ελεύθερος; Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα; ου το έργον μου υμείς εστε εν Κυρίω;
2 ει άλλοις ουκ ειμί απόστολος, αλλά γε υμίν ειμι η γαρ σφραγίς της εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω.
3 η εμή απολογία τοις εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστί.
4 Μη ουκ έχομεν εξουσίαν φαγείν και πιείν;
5 μη ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και Κηφάς;
6 ή μόνος εγώ και Βαρνάβας ουκ έχομεν εξουσίαν του μη εργάζεσθαι;
7 τις στρατεύεται ιδίοις οψωνίοις ποτέ; τις φυτεύει αμπελώνα και εκ του καρπού αυτού ουκ εσθίει; ή τις ποιμαίνει ποίμνην και εκ του γάλακτος της ποίμνης ουκ εσθίει;
8 Μη κατά άνθρωπον ταύτα λαλώ; ή ουχί και ο νόμος ταύτα λέγει;
9 εν γάρ τω Μωσέως νόμω γέγραπται ου φιμώσεις βουν αλοώντα.. μη των βοών μέλει τω Θεώ;
10 ή δι’ ημάς πάντως λέγει; δι’ ημάς γαρ εγράφη, ότι επ’ ελπίδι οφείλει ο αροτριών αροτριάν, και ο αλοών της ελπίδος αυτού μετέχειν επ’ ελπίδι.
11 Ει ημείς υμίν τα πνευματικά εσπείραμεν, μέγα ει ημείς υμών τα σαρκικά θερίσομεν;
12 ει άλλοι της εξουσίας υμών μετέχουσιν, ου μάλλον ημείς; αλλ’ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού.
13 ουκ οίδατε ότι οι τα ιερά εργαζόμενοι εκ του ιερού εσθίουσιν, οι τω θυσιαστηρίω προσεδρεύοντες τω θυσιαστηρίω συμμερίζονται;
14 ούτω και ο Κύριος διέταξε τοις το ευαγγέλιον καταγγέλλουσιν εκ του ευαγγελίου ζην.
15 εγώ δε ουδενί εχρησάμην τούτων. Ουκ έγραψα δε ταύτα ίνα ούτω γένηται εν εμοί καλόν γαρ μοι μάλλον αποθανείν ή το καύχημά μου ίνα τις κενώση.
16 εάν γαρ ευαγγελίζωμαι, ουκ έστι μοι καύχημα ανάγκη γαρ μοι επίκειται ουαί δε μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι
17 ει γαρ εκών τούτο πράσσω, μισθόν έχω ει δε άκων, οικονομίαν πεπίστευμαι.
18 τις ουν μοι εστιν ο μισθός; ίνα ευαγγελιζόμενος αδάπανον θήσω το ευαγγέλιον του Χριστού, εις το μη καταχρήσασθαι τη εξουσία μου εν τω ευαγγελίω.
19 Ελεύθερος γαρ ων εκ πάντων πάσιν εμαυτόν εδούλωσα, ίνα τους πλείονας κερδήσω
20 και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω τοις υπό νόμον ως υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον κερδήσω
21 τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος Θεώ, αλλ’ έννομος Χριστώ, ίνα κερδήσω ανόμους
22 εγενόμην τοις ασθενέσιν ως ασθενής, ίνα τους ασθενείς κερδήσω τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω.
23 Τούτο δε ποιώ διά το ευαγγέλιον, ίνα συγκοινωνός αυτού γένωμαι.
24 ουκ οίδατε ότι οι εν σταδίω τρέχοντες πάντες μεν τρέχουσιν, εις δε λαμβάνει το βραβείον; Ούτω τρέχετε, ίνα καταλάβητε.
25 πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται, εκείνοι μεν ουν ίνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, ημείς δε άφθαρτον.
26 εγώ τοίνυν ούτω τρέχω, ως ουκ αδήλως, ούτω πυκτεύω, ως ουκ αέρα δέρων,
27 αλλ’ υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι.

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η’

Στίχ. 1-13. Το σκάνδαλον από τα ειδωλόθυτα. 


Περί δε των ειδωλοθύτων οίδαμεν ότι πάντες γνώσιν έχομεν.
2 η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί. ει δε τις δοκεί ειδέναι τι, ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι
3 ει δε τις αγαπά τον Θεόν, ούτος έγνωσται υπ’ αυτού.
4 Περί της βρώσεως ουν των ειδωλοθύτων οίδαμεν ότι ουδέν είδωλον εν κόσμω, και ότι ουδείς Θεός έτερος ει μη εις.
5 και γαρ είπερ εισί λεγόμενοι θεοί είτε εν ουρανώ είτε επί της γης, ώσπερ εισί θεοί πολλοί και κύριοι πολλοί,
6 αλλ’ ημίν εις Θεός ο πατήρ, εξ ου τα πάντα και ημείς εις αυτόν, και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα και ημείς δι’ αυτού.
7 Αλλ’ ουκ εν πάσιν η γνώσις τινές δε τη συνειδήσει του ειδώλου έως άρτι ως ειδωλόθυτον εσθίουσι, και η συνείδησις αυτών ασθενής ούσα μολύνεται.
8 βρώμα δε ημάς ου παρίστησι τω Θεώ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα.
9 βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν.
10 εάν γαρ τις ίδη σε, τον έχοντα γνώσιν, εν ειδωλείω κατακείμενον, ουχί η συνείδησις αυτού ασθενούς όντος οικοδομηθήσεται εις το τα ειδωλόθυτα εσθίειν;
11 και απολείται ο ασθενών αδελφός επί τη ση γνώσει, δι’ ον Χριστός απέθανεν.
12 ούτω δε αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες αυτών την συνείδησιν ασθενούσαν εις Χριστόν αμαρτάνετε.
13 διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου σκανδαλίσω.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ’ 


Επακολουθούν αι επτά πληγαί, αι τελευταίαι τιμωρίαι του Θεού κατά της ανθρωπότητος της υποτεταγμένης εις το κράτος του θηρίου. Ο Αντίχριστος υπέθρεψεν εις τους ανθρώπους την ελπίδα χρυσού αιώνος άνευ Θεού και κατά του Θεού. Ο Χριστός πλήττει ήδη και διά της σιδηράς ράβδου αυτού κατερειπώνει το αντίχριστον κράτος. Αι επτά φιάλαι, υπενθυμίζουσαι και τας εν Αιγύπτω πληγάς, αντιστοιχούν προς τα επτά σαλπίσματα, είναι όμως δραστικώτεραι τούτων, διότι καταφέρονται ουχί κατά του ενός τρίτου, αλλά καθ’ ολοκλήρου του ασεβούς πληθυσμού της γής. Το αποτέλεσμα τούτων είναι και πάλιν η αμετανοησία και η σκλήρυνσις των πληττομένων. Κατά την έκτην φιάλην συνάγονται οι λαοί εις πόλεμον εν Αρμαγεδών, ήτοι εις το όρος Μαγεδών, το εν τη Γαλιλαία όρος Κάρμηλον, εις τους ανατολικούς πρόποδας του οποίου έκειτο η Μαγεδδώ, όπου ο Ηλίας είχε κατασφάξει τους ιερείς της αισχύνης και αποτελεί κλασσικόν πεδίον αοματηρών μαχών εν τη Βίβλω. Τόπος συμβολικός σημαίνων τα πεδία των εκάστοτε καταστρεπτικών πολέμων, οίτινες διά μέσου των αιώνων ερημούν την ανθρωπότητα και καταλήγουν εις την τελικήν σύρραξιν, εις την οποίαν θα επακολουθήση η πτώσις μεν της συνβολικής Βαβυλώνος, την οποίαν εξεικονίζει η Ρώμη, η επικράτησις δε της βασιλείας του Χριστού. 

Και ήκουσα μεγάλης φωνής εκ του ναού λεγούσης τοις επτά αγγέλοις υπάγετε και εκχέατε τας επτά φιάλας του θυμού του Θεού εις την γην.
2 Και απήλθεν ο πρώτος και εξέχεε την φιάλην αυτού εις την γην και εγένετο έλκος κακόν και πονηρόν επί τους ανθρώπους τους έχοντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού.
3 Και ο δεύτερος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις την θάλασσαν και εγένετο αίμα ως νεκρού, και πάσα ψυχή ζώσα απέθανεν εν τη θαλάσση.
4 Και ο τρίτος εξέχεε την φιάλην αυτού εις τους ποταμούς και εις τας πηγάς των υδάτων και εγένετο αίμα.
5 Και ήκουσα του αγγέλου των υδάτων λέγοντος δίκαιος ει, ο ων και ο ην, ο όσιος, ότι ταύτα έκρινας
6 ότι αίμα αγίων και προφητών εξέχεαν, και αίμα αυτοίς έδωκας πιείν άξιοί εισι.
7 Και ήκουσα του θυσιαστηρίου λέγοντος ναι, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις σου.
8 Και ο τέταρτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον και εδόθη αυτώ καυματίσαι εν πυρί τους ανθρώπους.
9 και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα, και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του Θεού του έχοντος εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας, και ου μετενόησαν δούναι αυτώ δόξαν.
10 Και ο πέμπτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον θρόνον του θηρίου και εγένετο η βασιλεία αυτού εσκοτωμένη, και εμασώντο τας γλώσσας αυτών εκ του πόνου,
11 και εβλασφήμησαν τον Θεόν του ουρανού εκ των πόνων αυτών και εκ των ελκών αυτών, και ου μετενόησαν εκ των έργων αυτών.
12 Και ο έκτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ποταμόν τον μέγα τον Ευφράτην και εξηράνθη το ύδωρ αυτού, ίνα ετοιμασθή η οδός των βασιλέων των από ανατολής ηλίου.
13 Και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα, ως βάτραχοι
14 εισί γαρ πνεύματα δαιμονίων ποιούντα σημεία, α εκπορεύεται επί τους βασιλείς της οικουμένης όλης, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του παντοκράτορος.
15 Ιδού έρχομαι ως κλέπτης μακάριος ο γρηγορών και τηρών τα ιμάτια αυτού, ίνα μη γυμνός περιπατή και βλέπωσι την ασχημοσύνην αυτού.
16 και συνήγαγεν αυτούς εις τον τόπον τον καλούμενον Εβραϊστί Αρμαγεδών.
17 Και ο έβδομος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον αέρα και εξήλθε φωνή μεγάλη εκ του ναού του ουρανού από του θρόνου λέγουσα γέγονε.
18 και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί, και σεισμός εγένετο μέγας, οίος ουκ εγένετο αφ’ ου οι άνθρωποι εγένοντο επί της γης, τηλικούτος σεισμός ούτω μέγας.
19 και εγένετο η πόλις η μεγάλη εις τρία μέρη, και αι πόλεις των εθνών έπεσα. και Βαβυλών η μεγάλη εμνήσθη ενώπιον του Θεού δούναι αυτή το ποτήριον του οίνου του θυμού της οργής αυτού.
20 και πάσα νήσος έφυγε, και όρη ουχ ευρέθησαν.
21 και χάλαζα μεγάλη ως ταλαντιαία καταβαίνει εκ του ουρανού επί τους ανθρώπους και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι τον Θεόν εκ της πληγής της χαλάζης, ότι μεγάλη εστίν η πληγή αύτη σφόδρα.

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’

Στίχ. 1-9. Ο χριστιανικός γάμος.


Περί δε ων εγράψατέ μοι, καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι
2 διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω, και εκάστη τον ίδιον άνδρα εχέτω.
3 τη γυναικί ο ανήρ την οφειλομένην εύνοιαν αποδιδότω, ομοίως δε και η γυνή τω ανδρί.
4 η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ ο ανήρ ομοίως δε και ο ανήρ του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ η γυνή.
5 μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς διά την ακρασίαν υμών.
6 τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επιταγήν.
7 θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως.
8 Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ.
9 ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι. 



Στίχ. 10-24. Ο γάμος αδιάλυτος. 

10 τοις δε γεγαμηκόσι παραγγέλλω, ουκ εγώ, αλλ’ ο Κύριος, γυναίκα από ανδρός μη χωρισθήναι
11 εάν δε και χωρισθή, μενέτω άγαμος ή τω ανδρί καταλλαγήτω και άνδρα γυναίκα μη αφιέναι.
12 τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύριος ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν
13 και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν.
14 ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστι, νυν δε άγιά εστιν.
15 ει δε ο άπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. ου δεδούλωται ο αδελφός ή η αδελφή εν τοις τοιούτοις. εν δε ειρήνη κέκληκεν ημάς ο Θεός.
16 τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις; ή τι οίδας, άνερ, ει την γυναίκα σώσεις;
17 ει μη εκάστω ως εμέρισεν ο Θεός, έκαστον ως κέκληκεν ο Κύριος, ούτω περιπατείτω. και ούτως εν ταις εκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι.
18 περιτετμημένος τις εκλήθη; μη επισπάσθω. εν ακροβυστία τις εκλήθη; μη περιτεμνέσθω.
19 η περιτομή ουδέν εστι, και η ακροβυστία ουδέν εστιν, αλλά τήρησις εντολών Θεού.
20 έκαστος εν τη κλήσει ή εκλήθη, εν ταύτη μενέτω.
21 δούλος εκλήθης; Μη σοι μελέτω αλλ’ ει και δύνασαι ελεύθερος γενέσθαι, μάλλον χρήσαι.
22 ο γαρ εν Κυρίω κληθείς δούλος απελεύθερος Κυρίου εστίν ομοίως και ο ελεύθερος κληθείς δούλος εστι Χριστού.
23 τιμής ηγοράσθητε μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.
24 έκαστος εν ω εκλήθη, αδελφοί, εν τούτω μενέτω παρά τω Θεώ. 



Στίχ. 25-40. Η υπεροχή της παρθενίας.

25 Περί δε των παρθένων επιταγήν Κυρίου ουκ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυρίου πιστός είναι.
26 νομίζω ουν τούτο καλόν υπάρχειν διά την ενεστώσαν ανάγκην, ότι καλόν ανθρώπω το ούτως είναι.
27 δέδεσαι γυναικί; μη ζήτει λύσιν λέλυσαι από γυναικός; μη ζήτει γυναίκα
28 εάν δε και γήμης, ουχ ήμαρτες και εάν γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε θλίψιν δε τη σαρκί έξουσιν οι τοιούτοι εγώ δε υμών φείδομαι.
29 τούτο δε φημι, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστιν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι,
30 και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες,
31 και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου.
32 θέλω δε υμάς αμερίμνους είναι. ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω
33 ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τη γυναικί.
34 μεμέρισται και η γυνή και η παρθένος. η άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, ίνα η αγία και σώματι και πνεύματι η δε γαμήσασα μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τω ανδρί.
35 τούτο δε προς το υμών αυτών συμφέρον λέγω, ουχ ίνα βρόχον υμίν επιβάλω, αλλά προς το εύσχημον και ευπάρεδρον τω Κυρίω απερισπάστως.
36 Ει δε τις ασχημονείν επί την παρθένον αυτού νομίζει, εάν η υπέρακμος, και ούτως οφείλει γίνεσθαι, ο θέλει ποιείτω ουχ αμαρτάνει γαμείτωσαν.
37 ος δε έστηκεν εδραίος εν τη καρδία, μη έχων ανάγκην, εξουσίαν δε έχει περί του ιδίου θελήματος, και τούτο κέκρικεν εν τη καρδία αυτού, του τηρείν την εαυτού παρθένον, καλώς ποιεί.
38 ώστε και ο εκγαμίζων καλώς ποιεί, ο δε μη εκγαμίζων κρείσσον ποιεί.
39 Γυνή δέδεται νόμω εφ’ όσον χρόνον ζη ο ανήρ αυτής εάν δε κοιμηθή ο ανήρ αυτής, ελευθέρα εστίν ω θέλει γαμηθήναι, μόνον εν Κυρίω.
40 μακαριωτέρα δε εστιν εάν ούτω μείνη, κατά την εμήν γνώμην δοκώ δε καγώ Πνεύμα Θεού έχειν.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Α΄ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄ 

Στίχ. 1-11. Οι Χριστιανοί όχι εις ειδωλολατρικά δικαστήρια. 

Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων;
2 ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι; Και ει εν υμίν κρίνεται ο κόσμος, ανάξιοί εστε κριτηρίων ελαχίστων;
3 ουκ οίδατε ότι αγγέλους κρινούμεν; Μήτι γε βιωτικά;
4 βιωτικά μεν ουν κριτήρια εάν έχητε, τους εξουθενημένους εν τη εκκλησία τούτους καθίζετε.
5 προς εντροπήν υμίν λέγω. Ούτως ουκ ένι εν υμίν σοφός ουδέ εις ος δυνήσεται διακρίναι ανά μέσον του αδελφού αυτού,
6 αλλά αδελφός μετά αδελφού κρίνεται, και τούτο επί απίστων;
7 ήδη μεν ουν όλως ήττημα υμίν εστιν ότι κρίματα έχετε μεθ’ εαυτών. Διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; Διατί ουχί μάλλον αποστερείσθε;
8 αλλά υμείς αδικείτε και αποστερείτε, και ταύτα αδελφούς;
9 ή ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; μη πλανάσθε ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται
10 ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι.
11 και ταύτά τινες ήτε αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών. 


Στίχ. 12-20. Βαρεία η ενοχή των ηθικών παρεκτροπών. 

12 Πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ουκ εγώ εξουσιασθήσομαι υπό τινος.
13 τα βρώματα τη κοιλία και η κοιλία τοις βρώμασιν ο δε Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει. το δε σώμα ου τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι
14 ο δε Θεός και τον Κύριον ήγειρε και ημάς εξεγερεί διά της δυνάμεως αυτού.
15 ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστιν; άρας ουν τα μέλη του Χριστού ποιήσω πόρνης μέλη; Μη γένοιτο.
16 ή ουκ οίδατε ότι ο κολλώμενος τη πόρνη εν σώμα εστιν; έσονται γαρ, φησίν, οι δύο εις σάρκα μίαν
17 ο δε κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμα εστι.
18 φεύγετε την πορνείαν. Παν αμάρτημα ο εάν ποιήση άνθρωπος εκτός του σώματός εστιν, ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει.
19 ή ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών;
20 ηγοράσθητε γαρ τιμής δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού.