Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ΄.

Στίχ. 1-16. Η παραβολή τών εργατών τού αμπελώνος.

1 Ομοία γάρ εστιν η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εξήλθεν άμα πρωϊ μισθώσθαι εργάτας εις τόν αμπελώνα αυτού.
2 καί συμφωνήσας μετά τών εργατών εκ δηναρίου τήν ημέραν απέστειλεν αυτούς εις τόν αμπελώνα αυτού.
3 καί εξελθών περί τρίτην ώραν είδεν άλλους εστώτας εν τή αγορά αργούς,
4 καί εκείνοις είπεν υπάγετε καί υμείς εις τόν αμπελώνα, καί ό εάν ή δίκαιον δώσω υμίν. οι δέ απήλθον.
5 πάλιν εξελθών περί έκτην καί ενάτην ώραν εποίησεν ωσαύτως.
6 περί δέ τήν ενδεκάτην ώραν εξελθών εύρεν άλλους εστώτας αργούς, καί λέγει αυτοίς τί ώδε εστήκατε όλην τήν ημέραν αργοί;
7 λέγουσιν αυτώ ότι ουδείς ημάς εμισθώσατο. λέγει αυτοίς υπάγετε καί υμείς εις τόν αμπελώνα, καί ό εάν ή δίκαιον λήψεσθε.
8 οψίας δέ γενομένης λέγει ο κύριος τού αμπελώνος τώ επιτρόπω αυτού κάλεσον τούς εργάτας καί απόδος αυτοίς τόν μισθόν, αρξάμενος από τών εσχάτων έως τών πρώτων.
9 καί ελθόντες οι περί τήν ενδεκάτην ώραν έλαβον ανά δηνάριον.
10 ελθόντες δέ οι πρώτοι ενόμισαν ότι πλείονα λήψονται, καί έλαβον καί αυτοί ανά δηνάριον.
11 λαβόντες δέ εγόγγυζον κατά τού οικοδεσπότου
12 λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν, καί ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοίς βαστάσασι τό βάρος τής ημέρας καί τόν καύσωνα.
13 ο δέ αποκριθείς είπεν ενί αυτών εταίρε, ουκ αδικώ σε ουχί δηναρίου συνεφώνησάς μοι;
14 άρον τό σόν καί ύπαγε θέλω δέ τούτω τώ εσχάτω δούναι ως καί σοί
15 ή ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ό θέλω εν τοίς εμοίς; ή ο οφθαλμός σου πονηρός εστιν ότι εγώ αγαθός ειμί;
16 Ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι καί οι πρώτοι έσχατοι πολλοί γάρ εισι κλητοί, ολίγοι δέ εκλεκτοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.